Τα τρόφιμα περιέχουν ζυμώσιμους Υδατάνθρακες οι οποίοι αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη Βακτηριακής δράσης η οποία με τη σειρά της διεγείρει την ανάπτυξη τερηδόνας.
Ο όρος τερηδονογόνος δράση αναφέρεται στην ιδιότητα ενός τροφίμου να προκαλέσει τερηδόνα. Η τερηδονογόνος δράση των τροφίμων ποικίλλει ανάλογα με την μορφή και την υφή του τροφίμου. Η μορφή των τροφίμων καθορίζει τη διάρκεια έκθεσης ή το χρόνο κατακράτησης στο στόμα. Παράδειγμα τα υγρά απομακρύνονται γρηγορότερα απο το στόμα αντίθετα με τα στερεά τρόφιμα μπισκότα, πατατάκια που κολλούν μέσα στο στόμα και ανάμεσα στα δόντια.
Η διάρκειά της έκθεσης αφορά κυρίως τα αμυλούχα τρόφιμα καθώς όσο περισσοτερο παραμένουν στο στόμα τόσο μεγαλύτερη είναι η τερηδονογόνος δράση τους.
Η σύσταση σε θρεπτικά συστατικά παίζει και αυτή βασικό ρόλο. Παράδειγμα τα γαλακτοκομικά προϊόντα λόγω της περιεκτικότητάς τους σε ασβέστιο και φώσφορο θεωρούνται ότι έχουν χαμηλή τερηδονογόνο δράση. Η κατανάλωση τους μετά από ένα γεύμα πλούσιο σε ζυμώσιμους υδατάνθρακες φαίνεται να ελαττώνει τη τερηδονογόνο δράση του γεύματος. Παρόμοιες τροφές είναι τρόφιμα που περιέχουν πρωτεΐνες τα θαλασσινά, τα Ψάρια, τα κρέατα τα αυγά τα πουλερικά και λίπη όπως το βούτυρο, οι σπόροι, η μαργαρίνη, οι ξηροί καρποί.
Ο συνδυασμός και η σειρά που προσλαμβάνονται τα τρόφιμα επηρεάζουν και αυτά τη τερηδονογόνο δράση τους. Παράδειγμα στα κράκερς μειώνεται η δράση τους όταν τα καταναλώσουμε πριν ή παράλληλα με τυρί από ότι σε ένα γεύμα μόνα τους.
Η συχνότητα κατανάλωσης ζυμώσιμων υδατανθράκων επηρεάζει και αυτή την ανάπτυξη τερηδόνας. Παράδειγμα η πρόσληψη μέτριας ποσότητας επεξεργασμένων τρόφιμων σε συνδυασμό με το πλύσιμο των δοντιών ή ξέπλυμα με νερό αμέσως μετά ενέχει μικρότερο κίνδυνο ανάπτυξης τερηδόνας απο ότι η πρόσληψη επεξεργασμένων τροφίμων πολλές φορές την ημέρα.